προκαταφέρομαι

προκαταφέρομαι
Α
1. φέρομαι προς τα κάτω προηγουμένως, πέφτω κάτω
2. πεθαίνω πριν από κάποιον άλλο («Ἀχιλλέα προκατενεχθέντα», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταφέρομαι «πέφτω κάτω, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκαταφορά — ἡ, Α [προκαταφέρομαι] αστρολ. ονομασία τού έκτου τόπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”